Δευτέρα, Αυγούστου 18, 2014

53 χρόνια μετά την ανέγερση του «Τείχους της ντροπής»


To Τείχος του Βερολίνου (γερμ. Berliner Mauer), ήταν τμήμα των ενδογερμανικών συνόρων, δηλ. των συνόρων που χώριζαν τη Γερμανία σε δύο κράτη, στην περιοχή του Βερολίνου. Από την ανέγερσή του, από τους Ανατολικογερμανούς, στις 18 Αυγούστου 1961 μέχρι την πτώση του στις 9 Νοεμβρίου 1989 χώριζε το Δυτικό Βερολίνο από το Ανατολικό και τη γύρω περιοχή της Ανατολικής Γερμανίας.
Υπήρξε το γνωστότερο σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου και της διαίρεσης της Γερμανίας, ως επιστέγασμα του αποκλεισμού του Βερολίνου που είχε αρχίσει το 1948. Κατά την προσπάθειά τους να περάσουν στο Δυτικό Βερολίνο μέσα από τις καλά φρουρούμενες συνοριακές εγκαταστάσεις του Τείχους θανατώθηκαν τουλάχιστον 86 άνθρωποι, μεταξύ αυτών και 2 Έλληνες, από βίαιες ενέργειες των ανατολικογερμανικών δυνάμεων ασφάλειας. Άλλες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των νεκρών στους 238 προσμετρώντας και τα ατυχήματα, θύματα των οποίων τελικά κατέληξαν.
Ιστορικά το Τείχος καταδείκνυε την πλήρη αδυναμία της πολύ επιθυμητής μεταπολεμικής «ειρηνικής συνύπαρξης» των λαών, αδυναμία που καταδείχθηκε εναργώς με τον κίνδυνο που διέτρεξε η ανθρωπότητα να καταστραφεί ολοσχερώς λόγω της εγκατάστασης σοβιετικών πυραύλων στην Κούβα.
Όλες οι μεγάλες προσδοκίες των λαών που υπέφεραν τα πάνδεινα από τις παρανοϊκές ιδέες του Χίτλερ περί κυριαρχίας του Γ' Ράιχ επί μία χιλιετία, όλα τα ελπιδοφόρα οράματα για έναν ανθρωπινότερο, δικαιότερο κόσμο, χωρίς άσκοπες αιματοχυσίες, άρχισαν να διαψεύδονται λίγο μετά τη νίκη των Συμμάχων το 1945. Δύο χρόνια αργότερα «εγκαινιάστηκε» ο κατά Τζορτζ Οργουελ Ψυχρός Πόλεμος.
Οι Σοβιετικοί δικαιολογημένα πίστευαν ότι πολλοί ναζιστές, από τους οποίους τόσα υπέφεραν, όχι μόνον δεν τιμωρήθηκαν παραδειγματικά ως εγκληματίες πολέμου, αλλά τελούσαν υπό την προστασία των ΗΠΑ και τώρα αποτελούσαν χρήσιμους συμμάχους για την αντιμετώπιση της απειλής του σοβιετικού επεκτατισμού, διόλου αδικαιολόγητα πάλι αφού, εκτός από την απώλεια της Πολωνίας, και άλλες χώρες της Βόρειας και της Κεντρικής Ευρώπης είχαν ενταχθεί στο νεοπαγές ανατολικό μπλοκ της ΕΣΣΔ (Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Ανατολική Γερμανία, Βαλτικές χώρες κ.ά.) και μάλιστα πραξικοπηματικά, χωρίς διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών. Απειλούνταν επίσης η Ιταλία και η Γαλλία που διέθεταν ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα. Τρία χρόνια αργότερα ο Ψυχρός Πόλεμος γινόταν «θερμός» και αιματηρός στη χωρισμένη στα δύο Κορέα.

«Τα χιόνια λιώνουν» προσωρινά

Από το 1953, όμως, χρονιά λήξης του κορεατικού πολέμου αλλά και έτος θανάτου του Στάλιν, οι ψυχροπολεμικές εντάσεις καταλαγιάζουν προσώρας διότι επικρατεί η σωτήρια «ισορροπία του τρόμου», αφού και οι δύο υπερδυνάμεις (ΗΠΑ - ΕΣΣΔ) διαθέτουν πλέον τη βόμβα υδρογόνου (H-bomb) αλλά και διότι ο «προστατευτικός» κλοιός των δύο υπερδυνάμεων αρχίζει να προκαλεί δυσανεξία.Οι Δυτικοευρωπαίοι, μετά την εμπειρία της Κορέας, δεν επιθυμούσαν να ακολουθήσουν τις ΗΠΑ σε νέες ιμπεριαλιστικές περιπέτειες, αλλά πάσχιζαν να ορθοποδήσουν οικονομικά με το Σχέδιο Μάρσαλ και αυτό δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί υπό την απειλή νέων παγκόσμιων συγκρούσεων. Από την άλλη, μετά τον θάνατο του Στάλιν, κάποιες χώρες του ανατολικού μπλοκ εγκατέλειψαν την ψοφοδεή στάση προς τη Μόσχα ζητώντας από τον νέο πρόεδρο της ΕΣΣΔ Νικίτα Χρουστσόφ (που είχε ανοιχτά κατηγορήσει τον προκάτοχό του Στάλιν στο 20ό Συνέδριο του ΚΚ της ΕΣΣΔ ) περισσότερες ατομικές ελευθερίες, τις οποίες τελικά όμως δεν έλαβαν γιατί αντ' αυτών τους έστειλε τανκς «για να ηρεμήσουν».
Η αντικομμουνιστική υστερία, που κράτησε από το 1947 ως το 1953, έδωσε τη θέση της σε μια στάση σκεπτικισμού προς τους «leaders of the free world», όπως αποκάλεσε ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ Τζον Κένεντι (1960) τις ΗΠΑ. Σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης αναπτύχθηκαν κινήματα ειρήνης που εναντιώθηκαν δυναμικά στη φρενήρη κούρσα εξοπλισμών και ζητούσαν την πλήρη απαγόρευση χρήσης της βόμβας υδρογόνου («Ban the H-bomb»). Εξ αντικειμένου στα εν λόγω κινήματα παρεισέφρησαν κομμουνιστές εξοργίζοντας τον φυσικό ηγέτη των ειρηνιστών, τον βρετανό φιλόσοφο Μπέρτραντ Ράσελ, που εγκατέλειψε το κίνημα.

Αναθέρμανση του Ψυχρού Πολέμου: Βερολίνο

Από το 1949 είχαν ήδη ιδρυθεί δύο Γερμανίες: η Ανατολική (Λαοκρατική Δημοκρατία) και η Δυτική (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία ). Η δεύτερη, που αποτελούσε «συγχώνευση των τριών από τις τέσσερις ζώνες κατοχής (Βρετανία, Γαλλία, ΗΠΑ), χάρη κυρίως στη γενναιόδωρη βοήθεια των ΗΠΑ ανασυγκροτήθηκε γοργά και αποτέλεσε αυτό που ονομάστηκε «γερμανικό θαύμα». Όσον αφορά την πρώτη όμως (σοβιετική ζώνη) όχι μόνο δεν έλαβε σχεδόν τίποτε από την ΕΣΣΔ, στο μπλοκ της οποίας ανήκε βάσει της Συμφωνίας του Πότσνταμ, αλλά της πήραν και την εναπομείνασα υλικοτεχνική υποδομή ως πολεμική αποζημίωση. Επιπλέον, το καθεστώς που επέβαλε το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας υπήρξε αφόρητα καταπιεστικό. Οι Ανατολικογερμανοί συνέκριναν εαυτούς με τους δυτικούς συμπατριώτες τους, με το υψηλό βιοτικό επίπεδο και τις πολύ περισσότερες ατομικές ελευθερίες, γι' αυτό πολλοί άρχισαν να φεύγουν για μόνιμη εγκατάσταση στη Δυτική Γερμανία.
Έμφοβη η κομμουνιστική ηγεσία έβλεπε τον ανθό της νεολαίας να εγκαταλείπει τη χώρα και να εμφανίζεται μια εντυπωσιακή «διαρροή εγκεφάλων», που στερούσε από τη χώρα το αναγκαίο επιστημονικό της δυναμικό. Υπολογίζεται ότι από το 1949 ως το 1961 πάνω από 2 εκατομμύρια Ανατολικογερμανοί εγκατέλειψαν τη χώρα. Ο ηγέτης της Βάλτερ Ούλμπριχτ ζήτησε τη βοήθεια του αφεντικού Νικίτα Χρουστσόφ και ο τελευταίος αποφάσισε να λάβει δυναμικά μέτρα: απαίτησε με τελεσίγραφο από τις ΗΠΑ (1961) να αποσυρθούν από το Βερολίνο όλες οι συμμαχικές δυνάμεις, αφού γεωγραφικά αυτό βρισκόταν στη σοβιετική ζώνη επιρροής, αίτημα που αυτοί αγνόησαν παντελώς.
Ως μια πολύ ανεπτυγμένη πόλη-κρατίδιο, στην καρδιά της ανατολικής ζώνης, το Δυτικό Βερολίνο αποτελούσε κάρφον εις τον οφθαλμόν των κομμουνιστών, αφού γινόταν πόλος έλξης των δεινοπαθούντων Ανατολικογερμανών, που έβλεπαν τη μεγάλη διαφορά αμοιβών και εργασιακών συνθηκών και γι' αυτόν τον λόγο μάλιστα το 1953 οργάνωσαν στο Βερολίνο διαμαρτυρία που βαθμιαία εξελίχθηκε σε αντικαθεστωτική επανάσταση, αλλά τελικά κατεστάλη βίαια.

Ανέγερση του Τείχους και παρενέργειες

Το 1961 η ΕΣΣΔ είχε αποδείξει την επιστημονική της υπεροχή με την αποστολή του πρώτου κοσμοναύτη Γιούρι Γκαγκάριν στο Διάστημα. Οι ΗΠΑ, από την άλλη, είχαν αποδείξει τη στρατηγική τους αδεξιότητα με το απριλιανό φιάσκο απόβασης στον Κόλπο των Χοίρων. Αλλά υπήρξε και ένα διπλωματικό επεισόδιο όταν οι Σοβιετικοί ζήτησαν να κάνουν έλεγχο σε αμερικανούς διπλωμάτες που εισήλθαν στον ανατολικό τομέα του Βερολίνου. Οι Σοβιετικοί παραβίαζαν έτσι τη Συμφωνία του Πότσνταμ, βάσει της οποίας η διακίνηση των «4 συμμάχων» (Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ, ΕΣΣΔ) ήταν απολύτως ελεύθερη.
Τα χειρότερα τελικά απεφεύχθησαν, αλλά οι Χρουστσόφ και Ούλμπριχτ είχαν ήδη αποφασίσει, βλέποντας μάλιστα το Βερολίνο να εξελίσσεται σε κέντρο έντονων κατασκοπευτικών δραστηριοτήτων των Δυτικών. Το πρωί της 13ης Αυγούστου άρχισαν τα... εγγειοβελτιωτικά έργα με τοποθέτηση συρματοπλεγμάτων, χτίσιμο τειχών από μπετόν και τελικά ανέγερση φυλακίων-παρατηρητηρίων. Αλλά η Ανατολική Γερμανία με την ανέγερση του Τείχους έγινε αρχιτέκτονας ενός ακόμη πιο μισητού και καταπιεστικού καθεστώτος. Το Τείχος πλέον αποτελούσε σύμβολο διαχωρισμού μεταξύ μιας ευημερούσας δημοκρατίας του καπιταλισμού και μιας τυραννίας του υπαρκτού σοσιαλισμού με χαμηλό βιοτικό επίπεδο και ανυπόφορες συνθήκες ζωής.
Για τούτο η πτώση του Τείχους το 1989 δημιούργησε κλίμα απέραντης ευφορίας και συγκίνησης ανάμεσα σε συμπατριώτες, συγγενείς και φίλους, που ξανάσμιγαν κλαίγοντας από χαρά ύστερα από 28 χρόνια. Αλλά στον νου και στην ψυχή πολλών ανθρώπων το Τείχος υπήρχε και υπάρχει ακόμη, 25 χρόνια μετά. Οι Ανατολικογερμανοί υφίστανται ακόμη μεταχείριση πολιτών Β' κατηγορίας, ως φτωχοσυγγενείς που προκαλούν αμηχανία στους εύπορους συγγενείς τους.
Η πικρία τους εκδηλώθηκε με το σύνδρομο της «ostalgie» («νοσταλγία της Ανατολής») γιατί θυμούνται ότι στη Λαοκρατική Δημοκρατία το κράτος τούς φρόντιζε με δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, δωρεάν Παιδεία, δωρεάν ψυχαγωγία (θέατρα, συναυλίες κτλ.) και παροχή φθηνής κατοικίας. Τώρα πρέπει να πληρώνουν τα πάντα χωρίς να διαθέτουν τα ανάλογα χρήματα. Η δημοκρατία του καπιταλισμού δεν κάνει πολλά για αυτούς, αφού και η ίδια αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη κρίση της. Είμαστε πια στη θλιβερή εποχή τού «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» και ατυχώς μόνον «οι (κατά τον Σπένσερ και όχι ακριβώς τον Δαρβίνο) καταλληλότεροι θα επιβιώσουν» («the fittest will survive»).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.